παθησεισ






ΔΙΑΘΛΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΩΜΑΛΙΕΣ
Είναι τα προβλήματα εκείνα τα οποία τα μάτια αδυνατούν να εστιάσουν το είδωλο του αντικειμένου που κοιτάζουν πάνω στην ώχρα κηλίδα του αμφιβληστροειδή χιτώνα. Διαθλαστικές ανωμαλίες είναι η μυωπία, η υπερμετρώπια, ο αστιγματισμός και η πρεσβυωπία …


Στο φυσιολογικό μάτι, το φως εστιάζει στο πίσω μέρος του ματιού. Στη μυωπία αντίθετα το φως εστιάζει προσθιότερα, με αποτέλεσμα θολή όραση.
Η υπερμετρωπία προκαλεί θολή όραση αρχικά κοντά και σε μεγαλύτερους βαθμούς και μακριά. Η υπερμετρωπία υπάρχει από τα πρώτα χρόνια ζωής του παιδιού, είναι όμως πιο δύσκολο να γίνει αντιληπτή από τους γονείς, καθώς τα παιδιά ενεργοποιούν ένα μηχανισμό του ματιού της με αποτέλεσμα να την αντιρροπούν σε μεγάλο βαθμό. Το παιδί μπορεί να διαμαρτύρεται για κόπωση κατά το διάβασμα, πονοκέφαλο, ότι τα γράμματα θολώνουν η κουνιούνται, να ακολουθεί τη σειρά που διαβάζει με το δάχτυλό του, να κάνει λάθη κατά τη γραφή και την ανάγνωση, να αυξομειώνει την απόσταση από το βιβλίο. Σε ορισμένες περιπτώσεις συνδέεται με στραβισμό.
Οι ενήλικες αισθάνονται κόπωση ή ακόμα και θόλωση της όρασης μετά από παρατεταμένη κοντινή εργασία ή ακόμα και την ανάγκη να απομακρύνουν το βιβλίο που διαβάζουν αν και είναι ακόμα πού νέοι για την εμφάνιση πρεσβυωπίας.

Στο φυσιολογικό μάτι, το φως εστιάζει στο πίσω μέρος του ματιού. Στην υπερμετρωπία αντίθετα φτάνει στο πίσω μέρος του ματιού χωρίς να εστιάζει, με αποτέλεσμα να ερεθίζει μεγαλύτερη περιοχή και η όραση να είναι θολή.
Το φυσιολογικό νεαρό άτομο βλέπει με ευκρίνεια σε όλες τις αποστάσεις (αριστερή εικόνα), οι μύωπες βλέπουν θολά μακριά και καθαρά κοντά (μεσαία εικόνα) ενώ οι υπερμέτρωπες βλέπουν δεν βλέπουν ευκρινώς τα κοντινά αντικείμενα και μόνο σε μεγάλους βαθμούς χάνεται και η μακρινή εστίαση.


Ως πρεσβυωπία χαρακτηρίζεται η θολή όραση κοντά. Εμφανίζεται μετά την ηλικία των 45 ετών και αυξάνεται προοδευτικά μέχρι τα 65 έτη όποτε και σταθεροποιείται. Η πρεσβυωπία δεν μειώνεται, αν νιώθετε ότι δεν χρειάζεστε πλέον τα πρεσβυωπκά σας γυαλιά, ίσως απλά πρόκειται για αρχή καταρράκτη!
Οι διαθλαστικές ανωμαλίες απαντώνται αρκετά συχνά και διορθώνονται με τη χρήση γυαλιών ή φακών επαφής καθώς και με διαθλαστικές επεμβάσεις.
Ασθενείς με μυωπία, υπερμετρωπία και αστιγματισμό μπορούν να αποκτήσουν καθαρή όραση με τη χρησιμοποίηση γυαλιών ή φακών επαφής καθώς και με διαθλαστική χειρουργική επέμβαση.
Όταν ο ασθενής χρησιμοποιεί τα γυαλιά για πρώτη φορά είναι λογικό να νιώσει ένα ήπιο αίσθημα ζάλης. Η ενόχληση υποχωρεί μετά από χρήση των γυαλιών μέσα στις πρώτες δύο εβδομάδες.
Οι φακοί επαφής πλεονεκτούν έναντι των γυαλιών καθώς τοποθετούνται πάνω στο μάτι, κερδίζοντας ευρύτερο οπτικό πεδίο και μεγαλύτερη άνεση κατά τη συμμετοχή σε αθλητικές δραστηριότητες. Διορθώνουν τη μυωπία, την υπερμετρωπία αλλά και τον αστιγματισμό (τορικοί φακοί επαφής). Χρειάζεται όμως προσοχή κατά τη χρήση τους για να αποφευχθούν πιθανές επιπλοκές με σοβαρότερη τη μόλυνση (έλκος κερατοειδούς). Οι φακοί επαφής θα πρέπει να τοποθετούνται και να αφαιρούνται πάντοτε σύμφωνα με τις οδηγίες και με καθαρά χέρια, να απολυμαίνονται πολύ σχολαστικά και να αλλάζονται τακτικά. Επίσης, δεν θα πρέπει να κοιμόμαστε με τους φακούς αλλά ούτε και να κάνουμε μπάνιο, ειδικά σε πισίνες, καθώς εκεί ο κίνδυνος μόλυνσης είναι πολύ υψηλότερος. Ο οφθαλμίατρός θα σας δείξει το σωστό τρόπο εφαρμογής, αφαίρεσης και καθαρισμού τους.
Τέλος, όλα τα διαθλαστικά σφάλματα διορθώνονται με διαθλαστικές χειρουργικές επεμβάσεις. Το χειρουργείο είναι πλέον εξαιρετικά ασφαλές και ανώδυνο με ταχύτατη αποκατάσταση της όρασης. Απαραίτητες προϋποθέσεις είναι ο σταθερός βαθμός της διαθλαστικής ανωμαλίας για τουλάχιστον ένα χρόνο και ο σχολαστικός προεγχειρητικός έλεγχος.
Σε ότι αφορά την πρεσβυωπία, ο ασθενής μπορεί να διαλέξει ανάλογα με τις ανάγκες του μεταξύ των μονοεστιακών, των διπλοεστιακών και των πολυεστιακών γυαλιών.
Τα μονοεστιακά γυαλιά είναι ένα ζευγάρι γυαλιών που ο ασθενής χρησιμοποιεί μόνο για κοντά, πχ κατά την ανάγνωση. Αν όμως κάποιος δεν επιθυμεί να έχει άλλο ζευγάρι γυαλιών για μακριά και άλλο για κοντά ,μπορεί να επιλέξει μεταξύ των διπλοεστιακών και των πολυεστιακών.
Στα διπλοεστιακά γυαλιά, το άνω τμήμα του κρυστάλλου φέρει τη διόρθωση για μακριά και το κάτω για κοντά. Έτσι ο ασθενής μαθαίνει να κοιτάει μέσα από το αντίστοιχο τμήμα, αναλόγως αν θέλει να δει μακριά ή κοντά. Στα μειονεκτήματά τους περιλαμβάνεται ότι η γραμμή που χωρίζει τα δύο τμήματα είναι ορατή, καθώς και ότι όταν το βλέμμα περνάει από πάνω της το αντικείμενο φαίνεται να μετακινείται ελαφρώς.
Τα πολυεστιακά γυαλιά είναι πιο αποδεκτά αισθητικά καθώς δεν υπάρχει ορατή διαχωριστική γραμμή. Σε αυτά το άνω τμήμα του κρυστάλλου φέρει τη διόρθωση για μακριά και προοδευτικά όσο κατεβαίνουμε τη διόρθωση για κοντά. Το προφανές πλεονέκτημά τους λοιπόν είναι ότι παρέχουν ευκρινή όραση σε όλες τις αποστάσεις, δηλαδή και στις ενδιάμεσες, και όχι μόνο μακριά και κοντά όπως τα διπλοεστιακά. Έτσι με τη χρήση τους ο ασθενής μαθαίνει να κοιτάζει μέσα από το κατάλληλο σημείο ανάλογα με το πού βρίσκεται το αντικείμενο το οποίο θέλει να δει. Στα μειονεκτήματά τους περιλαμβάνεται το υψηλότερο κόστος, η μεγαλύτερη καμπύλη εκμάθησης (χρειάζεται περισσότερος χρόνος για να τα συνηθίσει κανείς, προκαλούν συχνότερα αίσθημα ζάλης) καθώς και το περιορισμένο οπτικό πεδίο που προσφέρουν (τα πλαϊνά τμήματα του γυαλιού είναι οι λεγόμενες ζώνες μετάβασης και κοιτώντας μέσα από αυτά βλέπει κανείς παραμορφωμένα και θολά). Έτσι για παράδειγμα ο ασθενής μαθαίνει να σκύβει ελαφρώς το κεφάλι του όταν κατεβαίνει μια σκάλα ή βλέπει τηλεόραση ξαπλωμένος, ώστε να κοιτάξει μακριά μέσα από το ανώτερο κομμάτι των γυαλιών του.
Τέλος, υπάρχουν διαθέσιμοι και πολυεστιακοί φακοί επαφής ενώ σε επιλεγμένα περιστατικά μπορεί να συζητηθεί και τπο ενδεχόμενο της διαθλαστική επέμβασης.

ΠΑΙΔΟΟΦΘΑΛΜΟΛΟΓΙΑ
Προληπτικός οφθαλμολογικός έλεγχος με σκοπό την πρώιμη διάγνωση και άρα την ταχύτερη και καλύτερη αντιμετώπιση και θεραπεία σε παιδοφθαλμολογικές παθήσεις όπως: στραβισμός, μυωπία ή αστιγματισμός, αμβλυωπία και αμφιβληστροειδοπάθειες…
Ο παιδιατρικός οφθαλμολογικός έλεγχος είναι ανώδυνος και συνήθως ευχάριστος για το παιδί, καθώς μοιάζει αρκετά με παιχνίδι.
Ο έλεγχος των παιδιών διαφέρει από αυτόν των ενηλίκων. Για παιδιά που δεν γνωρίζουν ακόμα τα γράμματα ή τους αριθμούς η μέτρηση της όρασης γίνεται ζητώντας τους να αναγνωρίσουν σχέδια που προβάλλονται σε φωτεινή οθόνη. Χρησιμοποιούμε επίσης ειδικούς χρωματιστούς πλαστικούς σκελετούς που είναι ελαφρύτεροι και κεντρίζουν το ενδιαφέρον του μικρού ασθενούς προκειμένου να τους φορέσει ευχάριστα.
Τα παιδιά έχουν έντονη την ικανότητα της προσαρμογής, την ικανότητα δηλαδή να εστιάζουν στο αντικείμενο καλύπτοντας ορισμένες διαθλαστικές ανωμαλίες (πρόκειται για την ικανότητα που οι ενήλικες χάνουμε με τον καιρό με αποτέλεσμα να δυσκολευόμαστε να δούμε κοντά). Όταν κρίνεται απαραίτητο, διενεργείται επιπλέον έλεγχος που ονομάζεται σκιασκοπία μετά από κυκλοπληγία. Μετά από την ενστάλαξη σταγόνων και αναμονή μιας ώρας, γίνεται εκ νέου έλεγχος με ειδικό μηχάνημα και ακριβής προσδιορισμός του σφάλματος. Η εξέταση είναι απολύτως ανώδυνη αλλά η όραση του παιδιού ιδιαίτερα για κοντά θα είναι ελαφρώς μειωμένη έως και 24 ώρες μετά την εξέταση.
Η παιδοοφθαλμολογική εξέταση περιλαμβάνει επίσης την δοκιμασία αντίληψης χρωμάτων, έλεγχο για την παρουσία στραβισμού καθώς και την εξέταση του ματιού στη σχισμοειδή λυχνία.
Παιδιά έως 3 ετών μπορούν να εξεταστούν τόσο από τον οφθαλμίατρο όσο και από τον παιδίατρο. Σε αυτή την ηλικία ο έλεγχος της κίνησης των οφθαλμών, η αδρή εκτίμηση της όρασης (μέσω της ικανότητας προσήλωσης και παρακολουθησης αντικειμένων) και οι συμμετρικές κορικές αντανακλάσεις (το πορτοκαλί φως που εκλύεται από την κόρη όταν ρίχνουμε πάνω της φως ή αλλιώς η κόκκινη ανατανάκλαση που κάποιες φορές βλέπουμε στα μάτια μας στις φωτογραφίες) είναι συνήθως αρκετά. Ο παιδίατρος θα παραπέμψει ύποπτα περιστατικά για εκτενέστερο έλεγχο αν το κρίνει απαραίτητο.
Ίσως η πιο σημαντική εξέταση είναι αυτή που πραγματοποιείται κατά την ηλικία των τριών με τεσσάρων ετών. Το παιδί είναι πλέον συνεργάσιμο και η όραση κάθε ματιού μπορεί να προσδιοριστεί ζητώντας του να αναγνωρίσει ζωγραφιές που προβάλλονται σε φωτεινή οθόνη. Μειωμένη όραση μπορεί να υποκρύπτει την ύπαρξη διαθλαστικού σφάλματος, δηλαδή μυωπίας, υπερμετρωπίας ή αστιγματισμού. Ελέγχεται επίσης η αντίληψη των χρωμάτων, η παρουσία στραβισμού και λοιπών παθήσεων του οφθαλμού.
Ακολούθως ο επανέλεγχος πραγματοποιείται κάθε 2 χρόνια έως και την ενηλικίωση για παιδιά με φυσιολογική όραση και κάθε χρόνο ή νωρίτερα για παιδιά με διαθλαστικό σφάλμα ή άλλες παθήσεις.
Ως αμβλυωπία ή κοινώς τεμπέλικο μάτι χαρακτηρίζεται η απώλεια όρασης άλλοτε άλλου βαθμού από τον ένα η και τους δύο οφθαλμούς λόγω μη καλής συνεργασίας τους με τον εγκέφαλο. Παρουσιάζεται μέσα στα πρώτα επτά χρόνια της ζωής και αν διαγνωστεί αργότερα δεν μπορεί να θεραπευτεί. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητος ο οφθαλμολογικές έλεγχος των παιδιών ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Εξάλλου, η καλή οπτική οξύτητα έχει συσχετιστεί με καλύτερες σχολικές επιδόσεις και ταχύτερη πνευματική ανάπτυξη.
Η αμβλυωπία εμφανίζεται συνήθως στον ένα οφθαλμό (ετερόπλευρη αμβλυωπία) και συνηθέστερες αιτίες είναι μια μεγάλη διαθλαστική ανωμαλία η ύπαρξη στραβισμού. Μεγάλος βαθμός συνήθως υπερμετρωπίας ή αστιγματισμού και σπανιότερα μυωπίας οδηγεί σε θολή όραση, με αποτέλεσμα ο εγκέφαλος να αγνοεί τη θολή εικόνα που προέρχεται από το πάσχον μάτι. Σε περιπτώσεις στραβισμού, καθώς τα δύο μάτια δεν εστιάζουν στο ίδιο αντικείμενο, δημιουργείται το ενοχλητικό φαινόμενο της διπλωπίας, δηλαδή βλέπουμε το αντικείμενο διπλό. Και πάλι λοιπόν για να επιτευχθεί καλή όραση, ο εγκέφαλος αγνοεί την εικόνα από το ένα μάτι. Άλλα σπανιότερα αιτία αμβλυωπίας είναι ο καταρράκτης και παθήσεις του κερατοειδούς.
Είναι πολύ σημαντική η αντιμετώπιση της αμβλυωπίας μέσα στα πρώτα επτά χρόνια της ζωής, και μάλιστα όσο το δυνατόν νωρίτερα, με την έγκαιρη διάγνωση και άρση του αιτίου που την προκάλεσε. Οι διαθλαστικές ανωμαλίες αντιμετωπίζονται με τη χορήγηση γυαλιών που συνήθως το παιδί πρέπει να φοράει συνεχώς όλη την ημέρα. Ο στραβισμός απαιτεί συχνά τη συνεχή χρήση γυαλιών ή και την κάλυψη, το κλείσιμο δηλαδή του ενός ματιού για λίγες ώρες της ημέρας ενώ ορισμένα περιστατικά θα χρειαστούν χειρουργική αντιμετώπιση. Αν η διάγνωση γίνει μετά τα επτά χρόνια, δυστυχώς το κέρδος στην όραση είναι πολύ μικρότερο και αργότερα αμελητέο. Είναι λοιπόν προφανής η αναγκαιότητα της προληπτικής οφθαλμολογικής εξέτασης κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής.
Συχνά μετά τη γέννηση οι γονείς παρατηρούν ότι το ένα η και τα δυο μάτια του βρέφους δακρύζουν και μαζεύουν εκκρίσεις. Η ατρησία του ρινοδακρυικού πόρου είναι μια σχετικά συχνή πάθηση, στην οποία το σωληνάκι που συλλέγει τα δάκρυα από τα μάτια για να τα κατευθύνει στη μύτη είναι κλειστό, με αποτέλεσμα την υπερχείλιση τους. Ο οφθαλμολογικος έλεγχος είναι απαραίτητος για να αποκλειστεί άλλη πάθηση που μπορεί να προκαλέσει το δάκρυσμα των ματιών, όπως η επιπεφυκίτιδα και σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις η αυξημένη πίεση του ματιού. Στην συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών η βατότητα του πόρου αποκαθίσταται μόνη της μέσα στον πρώτο χρόνο της ζωής και δίνονται οδηγίες στους γονείς για τη διενέργεια ήπιου μασάζ 3 με 4 φορές την ημέρα στη βάση της μύτης προκειμένου μηχανικά να υποβοηθήσουν τη διάνοιξη.
ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ
Είναι η απώλεια της διαύγειας και της διαφάνειας του κρυσταλλοειδούς φακού του οφθαλμού (του ενός ή και των δύο ματιών). Οι θολερότητες στο φακό συνήθως σχετίζονται με την ηλικία άνω των 60 ετών και που μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την όραση τους …

Ο καταρράκτης είναι η θόλωση του φακού του ματιού. Ο φακός βρίσκεται πίσω από την ίριδα και επιτρέπει την εστίαση των αντικειμένων πάνω στην ωχρά κηλίδα.
Αρχικά ο φακός είναι διαυγής προκειμένου να επιτρέπει τη διέλευση του φωτός. Η σταδιακή απώλεια της διαφάνειάς του προκαλεί προοδευτικά επιδεινούμενη θολή όραση, ενώ κάποιοι ασθενείς μπορεί να βλέπουν φωτοστέφανα γύρω από τα φώτα, να δυσκολεύονται περισσότερο σε συνθήκες έντονου φωτισμού ή και να παρατηρούν αλλαγή στο βαθμό των γυαλιών τους. Χαρακτηριστικά, ορισμένοι ασθενείς αναφέρουν ότι δεν χρειάζονται πλέον τα κοντινά τους γυαλιά – πρόκειται απλώς για καταρράκτη!
Συνήθως σχετίζεται με την ηλικία και εμφανίζεται μετά τα 65 έτη. Αυτό οφείλεται στη συνεχή εναπόθεση υλικού στο φακό του ματιού, οποίος προοδευτικά αυξάνεται σε πάχος και χάνει τη διάυγειά του.Σε νεότερα άτομα οφείλεται σε άλλες αιτίες όπως σε τραύμα, φλεγμονή η λήψη κορτιζόνης. Τέλος , ο συγγενής καταρράκτης είναι παρών κατά τη γέννηση.
Αντιμετωπίζεται χειρουργικά, με αφαίρεση του θόλου φακού μέσω μιας μικροσκοπικής τομής και ένθεση τεχνητού ενδοφακού. Η επέμβαση είναι σύντομη και ανώδυνη, ενώ δε χρήζει νοσηλείας. Μετά το χειρουργείο, ο οφθαλμός καλύπτεται με γάζα που αφαιρείται λίγες ώρες αργότερα, ενώ ακολουθεί ενστάλαξη σταγόνων για δύο έως τέσσερις εβδομάδες. Η έγκαιρη επέμβαση όχι μόνο απαλλάσσει τον ασθενή από το πρόβλημα της θολής όρασης αλλά καθιστά και τους χειρουργικούς χειρισμούς ευκολότερος και επομένως ασφαλέστερους.
Κατά τον προεγχειρητικό έλεγχο πραγματοποιούνται μετρήσεις προκειμένου ο οφθαλμίατρος να διαλέξει τον κατάλληλο για εσάς φακό. Οι πιο συχνά χρησιμοποιούμενοι ενδοφακοί είναι οι μονοεστιακοί, που έχουν παντού την ίδια δύναμη και διορθώνουν την όραση είτε μόνο για μακριά είτε μόνο για κοντά. Συνήθως επιλέγουμε να διορθώσουμε τη μακρινή όραση, με αποτέλεσμα ο ασθενής να μη χρειάζεται γυαλιά για μακριά. Για κοντά, απαιτείται η χρήση πρεσβυωπικών γυαλιών συνήθως 2,5 περίπου βαθμών.
Σε περίπτωση που ο ασθενής δεν επιθυμεί τη χρήση ούτε κοντινών γυαλιών μετά την επέμβαση μπορεί να επιλέξει μεταξύ της τεχνικής monovision ή των πολυεστιακών φακών. Στην τεχνική monovision επιλέγουμε να διορθώσουμε το ένα μάτι για μακριά και το άλλο για κοντά. Οι πολυεστιακοί φακοί χρησιμοποιούνται σε επιλεγμένους ασθενείς, προσφέροντας αρκετά ικανοποιητική όραση σε όλες τις αποστάσεις.

ΗΛΙΚΙΑΚΗ ΕΚΦΥΛΙΣΗ ΩΧΡΑΣ ΚΗΛΙΔΑΣ
Πάθηση στο εσωτερικό του ματιού που προκαλεί χαμηλή όραση και εμφανίζεται συνήθως σε άτομαμεγαλύτερης ηλικίας.
Η ωχρά κηλίδα είναι μια περιοχή που βρίσκεται στο πίσω μέρος του ματιού και μας επιτρέπει να βλέπουμε με λεπτομέρειες, να διαβάζουμε, να οδηγούμε κτλ.
Η ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας εμφανίζεται μετά το 65ο έτος της ηλικίας. Πρόκειται για τη σταδιακή αποδιοργάνωση και επακόλουθη μείωση της λειτουργίας της.
Όπως φαίνεται και από το όνομά της, η νόσος εμφανίζεται σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, συνήθως άνω των 65 ετών. Άλλοι προδιαθεσικοί παράγοντες που σχετίζονται με την εμφάνιση της νόσου είναι η κληρονομικότητα, η κακή διατροφή, το κάπνισμα, η μη χρήση γυάλινων ηλίου, η υπέρταση.

Η νόσος διακρίνεται σε δυο τύπους, την ξηρή και την υγρή.
Η ξηρή ωχροπάθεια είναι η συχνότερη και χαρακτηρίζεται από προοδευτική ατροφία και λέπτυνση της περιοχής της ωχράς. Εξελίσσεται αργά σε βάθος χρόνου και σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να μετατραπεί σε υγρή μορφή. Η υγρή μορφή εξελίσσεται ταχύτερα και οι ασθενείς παραπονούνται για θολή όραση ή και παραμόρφωση των αντικειμένων που επιδεινώνεται σε διάστημα ημερών η και εβδομάδων. Χαρακτηρίζεται από παρουσία υγρού η και αίματος στην περιοχή της ωχράς.
Η διάγνωση της νόσου τίθεται κατά την οφθαλμολογική εξέταση στη σχισμοειδή λυχνία και επιβεβαιώνεται με κατάλληλες εξετάσεις και πιο συγκεκριμένα με την οπτική τομογραφία συνοχής και την αγγειογραφία.
Προς το παρόν δεν υπάρχει κάποια θεραπεία για την ξηρή ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς. Η εξέλιξή της επιβραδύνεται με την κατάλληλη διατροφή, τη διακοπή του καπνίσματος, τη χρήση γυαλιών ηλίου και τη λήψη ειδικών βιταμινούχων σκευασμάτων.
Η υγρή ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς αντιμετωπίζεται με χορήγηση ενδουαλοειδικών ενέσεων, ενέσεων δηλαδή μέσα στο μάτι. Για το καλύτερο τελικό αποτέλεσμα είναι απαραίτητη η όσο το δυνατόν ταχύτερη έναρξη θεραπείας, εντός ενός μηνός από τη στιγμή της διάγνωσης. Οι ενέσεις διενεργούνται σε ειδικό χώρο και είναι ανώδυνες. Αρχικά πραγματοποιούνται 3 εγχύσεις με μεσοδιάστημα 4 έως 6 εβδομάδων μεταξύ τους και ακολούθως η συχνότητά τους καθορίζεται από την ανταπόκριση του ασθενούς.
ΔΙΑΒΗΤΙΚΗ ΑΜΦΙΛΗΣΤΡΟΕΙΔΟΠΑΘΕΙΑ
Είναι η προσβολή του εσωτερικού τμήματος του ματιού σε ασθενείς με μη καλά ρυθμιζόμενο σακχαρώδη διαβήτη.

Στη διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια πάσχει ο αμφιβληστροειδής χιτώνας που βρίσκεται στο εσωτερικό του ματιού και πιο συγκεκριμένα τα μικρά αγγεία αυτού. Η νόσος εμφανίζει διάφορα στάδια. Αρχικά, παρουσιάζονται μικρές αιμορραγίες ενώ σε πιο προχωρημένα στάδια μπορεί να εμφανιστεί οίδημα στην ωχρά κηλίδα και δημιουργία νέων παθολογικών αγγείων.
Η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια εμφανίζεται συχνότερα σε ασθενείς με μη καλά ρυθμιζόμενο διαβήτη, σε αυτούς που κάνουν χρήση ινσουλίνης και σε περιστατικά νεανικού διαβήτη.
Το διαβητικό οίδημα της ωχράς κηλίδας αντιμετωπίζεται με ενέσεις στο εσωτερικό του ματιού ανά τακτά διαστήματα.
Η παρουσία παθολογικών νέων αγγείων θεραπεύεται με τη διενέργεια ειδικού laser.
Οι υπόλοιπες αλλοιώσεις απλώς παρακολουθούνται και συχνά υποστρέφουν μετά από καλή ρύθμιση του σακχαρώδους διαβήτη.
Ασθενείς με διαβήτη πρέπει να υποβάλλονται σε ετήσιο οφθαλμολογικό έλεγχο, ακόμα και αν δεν παρουσιάζουν συμπτώματα από τα μάτια. Η προληπτική εξέταση συμβάλλει τόσο στην έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση οφθαλμολογικών αλλοιώσεων όσο και στην εκτίμηση της γενικότερης κατάστασης του οργανισμού. Τα αγγεία στο εσωτερικό του ματιού είναι τα μόνα ορατά αγγεία του σώματος και η εκτίμησή τους παρέχει χρήσιμες πληροφορίες στον παθολόγο για την κατάσταση και των λοιπών αγγείων του σώματος.
Είναι πολύ σημαντική η καλή ρύθμιση του σακχάρου.

ΑΠΟΚΟΛΛΗΣΗ ΥΑΛΟΕΙΔΟΥΣ
Συχνή κατάσταση που σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσει σε αποκόλληση αμφιβληστροειδούς
Η αποκόλληση υαλοειδους εμφανίζεται μετά τα 50 έτη,. Συμβαίνει νωρίτερα στους μύωπες ή μετά από τραύμα στο μάτι.
Το υαλοειδές σώμα πληροί το εσωτερικό του βολβού του ματιού, είναι παχύρρευστο, διαυγές και προσκολλημένο σε διάφορα σημεία του τοιχώματος του ματιού. Με την πάροδο του χρόνου το υαλοειδές εκφυλίζεται και αρχίζει να ξεκολλάει από τα οφθαλμικά τοιχώματα.
Ο ασθενής αντιλαμβάνεται την παρουσία μαύρων στιγμάτων που μοιάζουν με μύγες η με ιστό αράχνης και γίνονται πιο εμφανή όταν προσηλώνει σε λευκό φόντο ή στον ουρανό. Μπορεί να συνοδεύονται από φωτοψίες, αντίληψη δηλαδή φωτεινών σημάτων σαν αστραπές ή φλας.
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων και εφόσον τηρηθούν οι οδηγίες που αναφέρονται στη συνέχεια, η αποκόλληση υαλοειδούς θα ολοκληρωθεί χωρίς επιπλοκές. Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις, και ιδιαίτερα σε ασθενείς με υψηλή μυωπία άνω των 6 βαθμών, το υαλοειδές μπορεί να τραβήξει δυνατά και απότομα και να σκίσει το εσωτερικό του ματιού δημιουργώντας ρωγμή. Αν η ρωγμή δεν διαγνωστεί και δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως, μπορεί να οδηγήσει σε αποκόλληση αμφιβληστροειδούς. Πρόκειται για σοβαρή πάθηση, όπου ο αμφιβληστροειδής χιτώνας που βρίσκεται μέσα στο μάτι ξεκολλάει από το οφθαλμικό τοίχωμα με αποτέλεσμα την μεγάλη μείωση της όρασης και την αντίληψη «κουρτίνας».
Καθώς η αποκόλληση του υαλοειδούς είναι μια δυναμική διαδικασία και ολοκληρώνεται σταδιακά, ο ασθενής καλείται να αποφεύγει την άρση βάρους και το έντονο σκύψιμο για ένα μήνα, όποτε και θα προσέλθει για νέο έλεγχο. Στην πλειοψηφία των ασθενών η αποκόλληση εξελίσσεται ομαλά κ χωρίς επιπλοκές. Σε περίπτωση επιδείνωσης των ενόχλημα των η παρουσίας θολής όρασης σαν κουρτίνα σε τμήμα του οπτικού του πεδίου, ο ασθενής πρέπει να ενημερώσει άμεσα τον οφθαλμίατρό του.
Η ρωγμή αντιμετωπίζεται εύκολα και ανώδυνα με χρήση ειδικού laser που δημιουργεί έγκαυμα και σφραγίζει τα τοιχώματά της.
Τέλος, η αποκόλληση αμφιβληστροειδούς πρέπει να αντιμετωπιστεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα χειρουργικά, προκειμένου να διατηρηθεί μια καλή οπτική οξύτητα.
ΓΛΑΥΚΩΜΑ
Πρόκειται ίσως για μια από τις πιο ύπουλες ασθένειες που απειλούν την όραση μας. Το γλαύκωμα είναι μια ιδιαίτερα σοβαρή ομάδα παθήσεων του ματιού που χαρακτηρίζεται από την προοδευτική και μη αναστρέψιμη βλάβη του οπτικού νεύρου και της περιφερικής όρασης.

Το γλαύκωμα είναι η αυξημένη πίεση του ματιού που προκαλεί βλάβη στο οπτικό νεύρο και ακολούθως στην περιφερική όραση. Αυτό σημαίνει ότι ο ασθενής μπορεί να διαβάσει ή να δει με ευκρίνεια ένα μακρινό αντικείμενο αλλά χάνει μέρος του οπτικού του πεδίου στα πλάγια.
Τα περισσότερα γλαυκώματα είναι πρωτοπαθή, δηλαδή δεν σχετίζονται με κάποια υποκείμενη οφθαλμική νόσο. Σημαντικός είναι ο ρόλος της κληρονομικότητας. Επομένως, άτομα με συγγενείς πρώτου που παρουσιάζουν γλαύκωμα δεν θα πρέπει να αμελούν τον ετήσιο οφθαλμολογικό έλεγχο. Σπανιότερα το γλαύκωμα σχετίζεται με τραύμα, φλεγμονή, λήψη κορτιζόνης και άλλα.


Διαδοχικά οπτικά πεδία σε ασθενή με μη ρυθμιζόμενο γλαύκωμα. Η εξέταση απεικονίζει τον χάρτη της περιφερικής όρασης του κάθε ματιού. Οι φυσιολογικές περιοχές απεικονίζονται άσπρες και οι παθολογικές σκουρόχρωμες. Βλέπουμε ότι το γλαύκωμα αν δεν αντιμετωπιστεί μειώνει προοδευτικά την όραση στα πλάγια, μέχρι που ο ασθενής καταλήγει να βλέπει «σαν μέσα από ένα σωλήνα».

Η αντιμετώπιση του γλαυκώματος γίνεται με χρήση ενός η περισσότερων κολλύριων. Ο οφθαλμίατρος θα δώσει αναλυτικές οδηγίες για τον σωστό τρόπο αλλά και το χρόνο ενστάλαξης καθώς και για τις αναμενόμενες παρενέργειες, οι οποίες είναι πολύ ήπιες στην πλειοψηφία τους. Οι σταγόνες χρησιμοποιούνται καθημερινά. Σε περίπτωση που η πίεση δεν ελέγχεται με τη φαρμακευτική αγωγή, άλλες θεραπευτικές επιλογές είναι η διενέργεια laser και σε προχωρημένες περιπτώσεις η χειρουργική επέμβαση.
Ο γλαυκωματικός ασθενής θα πρέπει να παρακολουθείται τακτικά και εφόρου ζωής από τον οφθαλμίατρο. Η μέτρηση της πίεσης και στους δύο οφθαλμούς αρχικά πραγματοποιείται ανά τρίμηνο και ακολούθως ανά εξάμηνο. Τα οπτικά πεδία και η οπτική τομογραφία συνοχής πραγματοποιούνται κατά τη στιγμή της διάγνωσης, ακολούθως ανά έξι μήνες και στη συνέχεια μία φορά το χρόνο, ενώ κάθε φορά συγκρίνονται με τα προηγούμενα αποτελέσματα. Οι εξετάσεις αυτές είναι απολύτως απαραίτητες και δεν θα πρέπει να παραλείπονται. Αφενός η πίεση του οφθαλμού παρουσιάζει αρκετές αυξομειώσεις στο ίδιο άτομο κατά τη διάρκεια της ημέρας και αφετέρου ο απλός έλεγχος του νεύρου του ματιού δεν αρκεί γιαι την ανίχνευση μικρών αλλαγών που δείχνουν την ανάγκη για ισχυρότερη αγωγή.

ΞΗΡΟΦΘΑΛΜΙΑ
Η ξηροφθαλμία είναι μια αρκετά συχνή και συνήθως χρόνια πάθηση, στην οποία το μάτι μας δεν παράγει ανεπαρκή ποσότητα δακρύων ή δάκρυα κακής ποιότητας με αποτέλεσμα να μην υγραίνεται ικανοποιητικά.
Τα άτομα με ξηροφθαλμία παραπονούνται για αίσθηση ξένου σώματος στο μάτι, ήπιο άλγος ή και κνησμό, ερυθρότητα ή ακόμα και δακρύροια, καθώς το μάτι προσπαθεί να παράγει περισσότερα δάκρυα προκειμένου να αντισταθμίσει την κακή ποιότητά τους και να υγρανθεί ικανοποιητικά.
Η ξηροφθαλμία οφείλεται είτε σε παραγωγή ανεπαρκούς ποσότητας δακρύων, είτε συνήθως σε δάκρυα επαρκή σε ποσότητα αλλά κακής ποιότητας.
Η πιο συχνή αιτία ξηροφθαλμίας είναι η βλεφαρίτιδα. Επίσης εμφανίζεται σε άτομα με σύνδρομο Sjogren ή και άλλα αυτοάνοσα νοσήματα, σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, ενώ σχετίζεται και με τη λήψη φαρμάκων όπως τα αντικαταθλιπτικά.
Η διάγνωση της ξηροφθαλμίας αρχικά τίθεται στη σχισμοειδή λυχνία όπου ο δακρυικός μηνίσκος, η ποσότητα δηλαδή των δακρύων που λιμνάζει στο κάτω βλέφαρο του ματιού φαίνεται μειωμένη. Ακολούθως , μετράται ο χρόνος διάσπασης της δακρυικής στιβάδας, πόσο δηλαδή μένουν τα δάκρυα στο μάτι προτού εξατμιστούν. Η δοκιμασία Schirmer μετράει την ποσότητα των δακρύων που παράγει το μάτι, ενώ η δοκιμασία Lysamine Green απεικονίζει τις αλλοιώσεις στο μπροστινό μέρος του ματιού από την ανεπαρκή λίπανσή του.
Η ξηροφθαλμία θεραπεύεται με τη χορήγηση τεχνητών δακρύων με τη μορφή κολλυρίου. Οι σταγόνες χρησιμοποιούνται αρκετές φορές μέσα στην ημέρα για να υποκαταστήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τη φυσιολογική ημερήσια παραγωγή των δακρύων, ενώ το βράδυ προτείνεται η χρήση πιο παχύρρευστων σκευασμάτων με μορφή τζελ. Τα τελευταία μένουν για περισσότερη ώρα σε επαφή με το μάτι και επομένως το λιπάινουν αποτελεσματικότερα, για τον ίδιο λόγο όμως προκαλούν και θόλωση της όρασης και γι αυτό χρησιμοποιούνται συνήθως πριν την κατάκλιση.
Επίσης, η χρήση ενός ήπιου κορτιζονούχου κολλυρίου για λίγες μέρες αποδεικνύεται ωφέλιμη, καθώς καταπολεμά τη φλεγμονή του πρόσθιου τμήματος του ματιού που παίζει σχεδόν πάντα ρόλο στη δημιουργία της ξηροφθαλμίας.
Η βλεφαρίτιδα παίζει και αυτή ρόλο στη δημιουργία της ξηροφθαλμίας και θα πρέπει να θεραπεύεται με καλό καθαρισμό των βλεφάρων, χορήγηση αντιβιοτικού κολλυρίου και σπανιότερα με αντιβίωση από το στόμα.
Σε πολύ προχωρημένες περιπτώσεις συστήνεται η προσωρινή ή ακόμα και μόνιμη απόφραξη των δακρυικών σημείων προκειμένου να μειωθεί η απομάκρυνση των δακρύων από το μάτι.
ΟΔΗΓΙΕΣ ΕΝΣΤΑΛΑΞΗΣ ΚΟΛΛΥΡΙΩΝ - ΑΛΟΙΦΩΝ – ΟΦΘΑΛΜΙΚΩΝ ΣΑΜΠΟΥΑΝ
Η σωστή τεχνική ενστάλαξης των κολλυρίων είναι απαραίτητη προκειμένου να απορροφηθούν σωστά και να μεγιστοποιηθεί η δράση της φαρμακευτικής τους ουσίας. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε ασθενείς με γλαύκωμα, οι οποίοι λαμβάνουν αγωγή εφόρου ζωής, ενώ συχνά χρησιμοποιούν περισσότερα από ένα φάρμακα.
Προκειμένου η σταγόνα να απορροφηθεί σωστά, θα πρέπει να έρθει σε επαφή με τον επιπεφυκότα, με τη μεμβράνη δηλαδή που καλύπτει το μπροστινό τμήμα του ματιού καθώς και το εσωτερικό των βλεφάρων. Επομένως ο χρήστης γέρνει το κεφάλι του προς τα πίσω, τραβά απαλά με το ένα χέρι το κάτω βλέφαρο ώστε να εκτεθεί η εσωτερική πλευρά του και με το άλλο πιέζει το φιαλίδιο ώστε μία σταγόνα να εισέλθει στο μάτι. Χρειάζεται προσοχή ώστε το ρύγχος του φιαλιδίου να μην τραυματίσει το μάτι, επομένως δεν πρέπει να πλησιάζουμε το μπουκαλάκι πολύ κοντά στον οφθαλμό. Προκειμένου να παραταθεί ο χρόνος επαφής της ουσίας με τον οφθαλμό και να μεγιστοποιηθεί η απορρόφηση του φαρμάκου, ο ασθενής μπορεί να κλείσει για 30 δευτερόλεπτα τα μάτια του ή αφού πρώτα κλείσει τα μάτια να ασκήσει με το δάχτυλό του ελαφρά πίεση στην εσωτερική γωνία του βλεφάρου, στη ρίζα της μύτης και πάλι για 30 δευτερόλεπτα. Ο τελευταίος αυτός χειρισμός γίνεται προκειμένου να μειωθεί η απομάκρυνση της σταγόνας από το μάτι μέσω του ρινοδακρυικού πόρου που περνάει από αυτό το σημείο.
Σε περίπτωση που ο ασθενής χρησιμοποιεί περισσότερες από μία σταγόνες είναι απαραίτητο μετά την ενστάλαξη του πρώτου φαρμάκου να περιμένει 10 με 15 λεπτά τουλάχιστον πριν χρησιμοποιήσει και το δεύτερο. Έτσι δίνει το χρόνο στην πρώτη ουσία να απορροφηθεί σωστά, ενώ στην αντίθετη περίπτωση θα την απομακρύνει πριν προλάβει να δράσει σωστά. Παχύρρευστες σταγόνες όπως τα τεχνητά δάκρυα μένουν στην οφθαλμική επιφάνεια για περισσότερη ώρα και καλό θα είναι να τοποθετούνται τελευταίες.
‘Ιδιες οδηγίες ισχύουν και για τις οφθαλμικές αλοιφές.
Είναι πολύ σημαντικό να τονιστεί στον ασθενή η αναγκαιότητα συμμόρφωσης με τη αγωγή του. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πιο συχνή αιτία αποτυχίας της αντιγλαυκωματικής αγωγής είναι η μη σωστή ενστάλαξη των σταγόνων. Ο οφθαλμίατρος θα πρέπει να ενημερώσει τον ασθενή και για τις παρενέργειες του κάθε κολλυρίου, ώστε ο τελευταίος να ξέρει τι να περιμένει.
Σε ότι αφορά τα οφθαλμικά σαμπουάν που χρησιμοποιούνται στην αντιμετώπιση της βλεφαρίτιδας, ο καθαρισμός των βλεφάρων προτείνεται να πραγματοποιείται πρωί και βράδυ για 1 μήνα, μόνο βράδυ για 1 μήνα και ακολούθως 2-3 φορές την εβδομάδα για συντήρηση του αποτελέσματος. Ο ασθενής, αού πλύνει καλά τα χέρια του, τοποθετεί μικρή ποσότητα αφρού στις άκρες των δακτύλων, κλείνει τα μάτια, κάνει απαλό μασάζ στα βλέφαρα για 1 λεπτό και ακολούθως τα ξεπλένει καλά με χλιαρό νερό. Στα φαρμακεία είναι διαθέσιμα και οφθαλμικά μαντηλάκια εμποτισμένα με ουσίες για την καταπολέμηση της βλεφαρίτιδας. Ο ασθενής είτε κόβει το μαντηλάκι στη μέση και καθαρίζει το ένα μάτι με το μισό μαντήλι και το άλλο μάτι με το άλλο μισό, είτε χρησιμοποιεί τη μία πλευρά του μαντηλιού για το ένα μάτι και την ανάποδη για το άλλο, ώστε να μην μεταφέρει τυχόν μικρόβια από τον ένα στον άλλο οφθαλμό.